βαρύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβαρύνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος βαρύνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαρύνομαι | βαρυνόμουν(α) | θα βαρύνομαι | να βαρύνομαι | ||
β' ενικ. | βαρύνεσαι | βαρυνόσουν(α) | θα βαρύνεσαι | να βαρύνεσαι | (βαρύνου) | |
γ' ενικ. | βαρύνεται | βαρυνόταν(ε) | θα βαρύνεται | να βαρύνεται | ||
α' πληθ. | βαρυνόμαστε | βαρυνόμαστε βαρυνόμασταν |
θα βαρυνόμαστε | να βαρυνόμαστε | ||
β' πληθ. | βαρύνεστε | βαρυνόσαστε βαρυνόσασταν |
θα βαρύνεστε | να βαρύνεστε | (βαρύνεστε) | |
γ' πληθ. | βαρύνονται | βαρύνονταν βαρυνόντουσαν |
θα βαρύνονται | να βαρύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαρύνθηκα | θα βαρυνθώ | να βαρυνθώ | βαρυνθεί | ||
β' ενικ. | βαρύνθηκες | θα βαρυνθείς | να βαρυνθείς | βαρύνσου | ||
γ' ενικ. | βαρύνθηκε | θα βαρυνθεί | να βαρυνθεί | |||
α' πληθ. | βαρυνθήκαμε | θα βαρυνθούμε | να βαρυνθούμε | |||
β' πληθ. | βαρυνθήκατε | θα βαρυνθείτε | να βαρυνθείτε | βαρυνθείτε | ||
γ' πληθ. | βαρύνθηκαν βαρυνθήκαν(ε) |
θα βαρυνθούν(ε) | να βαρυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βαρυνθεί | είχα βαρυνθεί | θα έχω βαρυνθεί | να έχω βαρυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις βαρυνθεί | είχες βαρυνθεί | θα έχεις βαρυνθεί | να έχεις βαρυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βαρυνθεί | είχε βαρυνθεί | θα έχει βαρυνθεί | να έχει βαρυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρυνθεί | είχαμε βαρυνθεί | θα έχουμε βαρυνθεί | να έχουμε βαρυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βαρυνθεί | είχατε βαρυνθεί | θα έχετε βαρυνθεί | να έχετε βαρυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρυνθεί | είχαν βαρυνθεί | θα έχουν βαρυνθεί | να έχουν βαρυνθεί |