καθαρό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καθαρό | τα | καθαρά |
γενική | του | καθαρού | των | καθαρών |
αιτιατική | το | καθαρό | τα | καθαρά |
κλητική | καθαρό | καθαρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καθαρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθαρό ουδέτερο
- γραπτό απαλλαγμένο κατά το δυνατόν από λάθη και μουντζούρες, προορισμένο να παρουσιαστεί σε κάποιον που θα το αξιολογήσει
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαρό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καθαρό