Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

czysty (pl)

  1. καθαρός
    czyste niebo: καθαρός ουρανός
    czyste szaleństwo: καθαρή τρέλα
    czysty zysk: καθαρό κέρδος

Συγγενικά

επεξεργασία