Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

czysty (pl)

  1. καθαρός
    czyste niebo: καθαρός ουρανός
    czyste szaleństwo: καθαρή τρέλα
    czysty zysk: καθαρό κέρδος

Συγγενικά επεξεργασία