καθαρτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καθαρτήρ | οἱ | καθαρτῆρες |
γενική | τοῦ | καθαρτῆρος | τῶν | καθαρτήρων |
δοτική | τῷ | καθαρτῆρῐ | τοῖς | καθαρτῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | καθαρτῆρᾰ | τοὺς | καθαρτῆρᾰς |
κλητική ὦ! | καθαρτήρ | καθαρτῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθαρτῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καθαρτήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαθαρτήρ, -ῆρος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καθαίρω και καθαρός
Πηγές
επεξεργασία- καθαρτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.