Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αχορτάριαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αχορτάριαστ
ος
η
αχορτάριαστ
η
το
αχορτάριαστ
ο
γενική
του
αχορτάριαστ
ου
της
αχορτάριαστ
ης
του
αχορτάριαστ
ου
αιτιατική
τον
αχορτάριαστ
ο
την
αχορτάριαστ
η
το
αχορτάριαστ
ο
κλητική
αχορτάριαστ
ε
αχορτάριαστ
η
αχορτάριαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αχορτάριαστ
οι
οι
αχορτάριαστ
ες
τα
αχορτάριαστ
α
γενική
των
αχορτάριαστ
ων
των
αχορτάριαστ
ων
των
αχορτάριαστ
ων
αιτιατική
τους
αχορτάριαστ
ους
τις
αχορτάριαστ
ες
τα
αχορτάριαστ
α
κλητική
αχορτάριαστ
οι
αχορτάριαστ
ες
αχορτάριαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αχορτάριαστος
<
α-
+
χορταριάζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αχορτάριαστος
που δεν έχει
χορταριάσει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αχορτάριαγος
Αντώνυμα
επεξεργασία
χορταριασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχορτάριαστος
αγγλικά
:
not
grassy
(en)