↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορταριασμένος η χορταριασμένη το χορταριασμένο
      γενική του χορταριασμένου της χορταριασμένης του χορταριασμένου
    αιτιατική τον χορταριασμένο τη χορταριασμένη το χορταριασμένο
     κλητική χορταριασμένε χορταριασμένη χορταριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορταριασμένοι οι χορταριασμένες τα χορταριασμένα
      γενική των χορταριασμένων των χορταριασμένων των χορταριασμένων
    αιτιατική τους χορταριασμένους τις χορταριασμένες τα χορταριασμένα
     κλητική χορταριασμένοι χορταριασμένες χορταριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χορταριασμένος < χορταριάζω

χορταριασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία