χορταριασμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χορταριασμένος < χορταριάζω
ΜετοχήΕπεξεργασία
χορταριασμένος
- που έχει γεμίσει χόρτα, παρατημένος ακαλλιέργητος, έρημος (για κήπο, περιβόλι, έκταση γης, αλλά και για οικοδομήματα που χορταριάζουν)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χορταριασμένος