αχόρταστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχόρταστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀχόρταστος < ἀ- (α- στερητικό) + χορταστός. χορτασ- + -τος → δείτε τη λέξη χορτάζω. Συγκρίνετε με το αχόρταγος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χόρ‐τα‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααχόρταστος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χορταίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αχόρταστος, αχόρταγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αχόρταστος (& αχόρταγος) - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀχόρταγος (& αχόρτατσος) - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»