Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεχόρταγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεχόρταγ
ος
η
ανεχόρταγ
η
το
ανεχόρταγ
ο
γενική
του
ανεχόρταγ
ου
της
ανεχόρταγ
ης
του
ανεχόρταγ
ου
αιτιατική
τον
ανεχόρταγ
ο
την
ανεχόρταγ
η
το
ανεχόρταγ
ο
κλητική
ανεχόρταγ
ε
ανεχόρταγ
η
ανεχόρταγ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεχόρταγ
οι
οι
ανεχόρταγ
ες
τα
ανεχόρταγ
α
γενική
των
ανεχόρταγ
ων
των
ανεχόρταγ
ων
των
ανεχόρταγ
ων
αιτιατική
τους
ανεχόρταγ
ους
τις
ανεχόρταγ
ες
τα
ανεχόρταγ
α
κλητική
ανεχόρταγ
οι
ανεχόρταγ
ες
ανεχόρταγ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεχόρταγος
<
αν-
(επιτακτικό) +
αχόρταγος
Επίθετο
επεξεργασία
ανεχόρταγος, -η, -ο
(
λαϊκότροπο
)
αχόρταγος
Αντώνυμα
επεξεργασία
χορτασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεχόρταγος
→
δείτε
τη λέξη
αχόρταγος