αχορτασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχορτασιά | οι | αχορτασιές |
γενική | της | αχορτασιάς | των | αχορτασιών |
αιτιατική | την | αχορτασιά | τις | αχορτασιές |
κλητική | αχορτασιά | αχορτασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχορτασιά < (ελληνιστική κοινή) ἀχορτασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχορτασιά θηλυκό
- το να μην χορταίνει κάποιος
- (μεταφορικά) απληστία