ἀχορτασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀχορτασίᾱ | αἱ | ἀχορτασίαι | ||||
γενική | τῆς | ἀχορτασίᾱς | τῶν | ἀχορτασιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀχορτασίᾳ | ταῖς | ἀχορτασίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀχορτασίᾱν | τὰς | ἀχορτασίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀχορτασίᾱ | ἀχορτασίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀχορτασίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀχορτασίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀχορτασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀχορτασία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἀχορτασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.