ολιγαρκής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολιγαρκής < ελληνιστική κοινή ὀλιγαρκής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ολιγαρκής -ής -ές
- που αρκείται σε πολύ λίγα αναγκαία, που δεν έχει ανάγκη από πληθώρα αγαθών ή πολυτέλεια
- είναι ολιγαρκής άνθρωπος, μπορεί να ζήσει μόνο με ψωμί και νερό