↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγαρκής η ολιγαρκής το ολιγαρκές
      γενική του ολιγαρκούς* της ολιγαρκούς του ολιγαρκούς
    αιτιατική τον ολιγαρκή την ολιγαρκή το ολιγαρκές
     κλητική ολιγαρκή(ς) ολιγαρκής ολιγαρκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγαρκείς οι ολιγαρκείς τα ολιγαρκή
      γενική των ολιγαρκών των ολιγαρκών των ολιγαρκών
    αιτιατική τους ολιγαρκείς τις ολιγαρκείς τα ολιγαρκή
     κλητική ολιγαρκείς ολιγαρκείς ολιγαρκή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολιγαρκής < (ελληνιστική κοινή) ὀλιγαρκής

  Επίθετο

επεξεργασία

ολιγαρκής -ής -ές

  • που αρκείται σε πολύ λίγα αναγκαία, που δεν έχει ανάγκη από πληθώρα αγαθών ή πολυτέλεια
είναι ολιγαρκής άνθρωπος, μπορεί να ζήσει μόνο με ψωμί και νερό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία