φαταούλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαταούλας | οι | φαταούλες |
γενική | του | φαταούλα | — | |
αιτιατική | τον | φαταούλα | τους | φαταούλες |
κλητική | φαταούλα | φαταούλες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαταούλας < από τη φράση φάτα ούλα (φάτα όλα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.taˈu.las/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαταούλας αρσενικό