αζευγάρωτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αζευγάρωτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει (ή δεν μπορεί να) ζευγαρώσει
- ≈ συνώνυμα: άγαμος, άζευχτος
- ≠ αντώνυμα: ζευγαρωμένος
- που δεν (μπορεί να) αποτελεί ζευγάρι με κάποιο(ν) άλλο(ν)
- που δεν έχει (ή δεν μπορεί) να οργωθεί
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αταίριαστος
ανόργωτος