Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταιριασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταιριασμέν
ος
η
ταιριασμέν
η
το
ταιριασμέν
ο
γενική
του
ταιριασμέν
ου
της
ταιριασμέν
ης
του
ταιριασμέν
ου
αιτιατική
τον
ταιριασμέν
ο
την
ταιριασμέν
η
το
ταιριασμέν
ο
κλητική
ταιριασμέν
ε
ταιριασμέν
η
ταιριασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταιριασμέν
οι
οι
ταιριασμέν
ες
τα
ταιριασμέν
α
γενική
των
ταιριασμέν
ων
των
ταιριασμέν
ων
των
ταιριασμέν
ων
αιτιατική
τους
ταιριασμέν
ους
τις
ταιριασμέν
ες
τα
ταιριασμέν
α
κλητική
ταιριασμέν
οι
ταιριασμέν
ες
ταιριασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταιριασμένος
< από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος
ταιριάζω
.
Μετοχή
επεξεργασία
|}