ασυνταίριαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνταίριαστος < α- στερητικό + συνταιριάζω
Επίθετο επεξεργασία
ασυνταίριαστος, -η, -ο
- που δεν συνταιριάζεται ή δεν μπορεί να συνδυαστεί
- είναι αδύνατον ένα παζλ να έχει ασυνταίριαστα κομμάτια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνταίριαστος
|