Δείτε επίσης: Ἔρις, Έρις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐριδ-
ονομαστική ἔρις αἱ ἔριδες
ἔρεις**
      γενική τῆς ἔριδος τῶν ἐρίδων
      δοτική τῇ ἔριδ ταῖς ἔρισ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔριν
ἔριδα
τὰς ἔριδᾰς
ἔρεις**
     κλητική ! ἔρι ἔριδες
ἔρεις**
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἔριδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐρίδοιν
** μεταγενέστροι τύποι ονομαστική-αιτιατική-κλητική πληθυντικού ἔρεις
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁er- (χωρίζω) (συγγενής ρίζα με τα ὄρνυμι, ἐρέθω (εξοργίζω), Ἐρινύς, ὀρίνω (εξεγείρω) και ίσως ἀρά: κατάρα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔρις θηλυκό

  1. μάχη (στα ομηρικά χρόνια)
  2. άμιλλα
  3. διαφωνία
  4. έριδα, φιλονικία

Συγγενικά

επεξεργασία