ἔρις
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἔρις | ἔριδε | ἔριδες |
Γενική | ἔριδος | ἐρίδοιν | ἐρίδων |
Δοτική | ἔριδι | ἐρίδοιν | ἔρισι(ν) |
Αιτιατική | ἔριδα | ἔριδε | ἔριδας |
Κλητική | ἔρις | ἔριδε | ἔριδες |
αιτιατική ενικού & ἔριν, ονομαστική-αιτιατική-κλητική πληθυντικού & ἔρεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἔρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁er- (χωρίζω) (συγγενής ρίζα με τα ὄρνυμι, ἐρέθω (εξοργίζω), Ἐρινύς, ὀρίνω (εξεγείρω) και ίσως ἀρά: κατάρα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἔρις θηλυκό