Δείτε επίσης: ερειστικός, ἐρειστικός, εριστικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐριστικός ἐριστική τὸ ἐριστικόν
      γενική τοῦ ἐριστικοῦ τῆς ἐριστικῆς τοῦ ἐριστικοῦ
      δοτική τῷ ἐριστικ τῇ ἐριστικ τῷ ἐριστικ
    αιτιατική τὸν ἐριστικόν τὴν ἐριστικήν τὸ ἐριστικόν
     κλητική ! ἐριστικέ ἐριστική ἐριστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐριστικοί αἱ ἐριστικαί τὰ ἐριστικᾰ́
      γενική τῶν ἐριστικῶν τῶν ἐριστικῶν τῶν ἐριστικῶν
      δοτική τοῖς ἐριστικοῖς ταῖς ἐριστικαῖς τοῖς ἐριστικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐριστικούς τὰς ἐριστικᾱ́ς τὰ ἐριστικᾰ́
     κλητική ! ἐριστικοί ἐριστικαί ἐριστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐριστικώ τὼ ἐριστικᾱ́ τὼ ἐριστικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐριστικοῖν τοῖν ἐριστικαῖν τοῖν ἐριστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐριστικός < ἐριστ(ός) + -ικός < ἐρίσσω/ἐρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

ἐριστικός, -ή, -όν, συγκριτικός:ἐριστικώτερος, υπερθετικός: ἐριστικώτατος

  1. που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, λογομαχίες
  2. φιλόμαχος, φιλόνεικος
  3. (στον πληθυντικό) (Ἐριστικοί) προσωνύμιο των φιλοσόφων της μεγαρικής σχολής

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία