ἐριστικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἐριστικός, -ή, -όν, συγκριτικός :ἐριστικώτερος, υπερθετικός : ἐριστικώτατος
- που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, λογομαχίες
- φιλόμαχος, φιλόνεικος
- (στον πληθυντικό) (Ἐριστικοί) προσωνύμιο των φιλοσόφων της μεγαρικής σχολής
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἐριστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.