σοφιστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /so.fi.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φι‐στι‐κή
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοφιστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σοφιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοφιστική θηλυκό
- η διδασκαλία των σοφιστών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σοφιστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασοφιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σοφιστικός