Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεύτερη σοφιστική < δεύτερη + σοφιστική

  Έκφραση επεξεργασία

δεύτερη σοφιστική θηλυκό

  • ρητορικό και φιλοσοφικό κίνημα με εκπροσώπους ρήτορες μετά το μισό του πρώτου αιώνα. Ο όρος δημιουργήθηκε από τον Φιλόστρατο, στο βιβλίο του «Βίοι Σοφιστών» του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα, όπου αντιπαραθέτει την «ἀρχαία σοφιστικὴ» στο προοίμιο με την «δευτέρα σοφιστικήν» στο α΄ βιβλίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία