ὀρίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀρίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαὀρίνω
- εγείρω, σηκώνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 298 (296-298)
- αὐτὸς δ᾽ ἐν πρώτοισι μέγα φρονέων ἐβεβήκει, | ἐν δ᾽ ἔπεσ᾽ ὑσμίνῃ ὑπεραέϊ ἶσος ἀέλλῃ, | ἥ τε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει.
- Εις τους προμάχους μ᾽ έπαρσιν αυτός επροχωρούσε | και μες στην μάχην έπεσεν, ως πέφτει η ανεμοζάλη | και τα γαλάζια κύματα σηκώνει της θαλάσσης.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτὸς δ᾽ ἐν πρώτοισι μέγα φρονέων ἐβεβήκει, | ἐν δ᾽ ἔπεσ᾽ ὑσμίνῃ ὑπεραέϊ ἶσος ἀέλλῃ, | ἥ τε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 298 (296-298)
- (μεταφορικά) διεγείρω, εξερεθίζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 366 (365-366)
- Πρωτέος ἰφθίμου θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος, | Εἰδοθέη· τῇ γάρ ῥα μάλιστά γε θυμὸν ὄρινα,
- του αδάμαστου Πρωτέα η κόρη, του ενάλιου γέροντα, | η Ειδοθέη — εκείνης την καρδιά φαίνεται πως πολύ συγκίνησα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Πρωτέος ἰφθίμου θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος, | Εἰδοθέη· τῇ γάρ ῥα μάλιστά γε θυμὸν ὄρινα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 366 (365-366)
- παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀρίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀρίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.