ευτελέστερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευτελέστερος < αρχαία ελληνική εὐτελέστερος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ευτελέστερος
- συγκριτικός βαθμός του ευτελής, ακόμα πιο τιποτένιος, ακόμα χαμηλότερης ποιότητας
ευτελέστερος