εὐτελέστερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εὐτελέστερος < εὐτελής
Επίθετο
επεξεργασίαεὐτελέστερος, -τέρα, -ερον (υπερθετικός: εὐτελάστατος)
- πιο ταπεινός, πιο οικονομικός, λιγότερο δαπανηρός σε χρονο ή προσπάθεια, πιο φτηνός
- ἐμὲ δὲ μηδὲν ἄλλο ἢ ὥσπερ ξένον τρέφε, καὶ ἔτι εὐτελέστερον ἢ ξένον: ἀρκέσει γάρ μοι ὅ τι ἂν καὶ σὺ ἔχῃς τούτων μετέχειν.: ...κι ακόμα χειρότερα, πιο φτωχικά, πιο ταπεινά κι από ξένο
- ὡς δ᾽ ἂν καὶ οἱ πόδες εἶεν τῷ ἵππῳ κράτιστοι, εἰ μέν τις ἄλλην ἔχει ῥᾴω καὶ εὐτελεστέραν ἄσκησιν, ἐκείνη ἔστω : για να είναι σε καλή κατάσταση τα πόδια των αλόγων, αν έχει κανείς καμια ευκολότερη και φτηνότερη άσκηση, ας την εφαρμόσει