σφοδρότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφοδρότερος | η | σφοδρότερη | το | σφοδρότερο |
γενική | του | σφοδρότερου | της | σφοδρότερης | του | σφοδρότερου |
αιτιατική | τον | σφοδρότερο | τη | σφοδρότερη | το | σφοδρότερο |
κλητική | σφοδρότερε | σφοδρότερη | σφοδρότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφοδρότεροι | οι | σφοδρότερες | τα | σφοδρότερα |
γενική | των | σφοδρότερων | των | σφοδρότερων | των | σφοδρότερων |
αιτιατική | τους | σφοδρότερους | τις | σφοδρότερες | τα | σφοδρότερα |
κλητική | σφοδρότεροι | σφοδρότερες | σφοδρότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφοδρότερος < σφοδρ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του σφοδρός. Kαι αρχαίο σφοδρότερος
Επίθετο
επεξεργασίασφοδρότερος, -η, -ο
- που είναι πιο σφοδρός, δυνατός από κάποιον ή κάτι άλλο
- σφοδρότερη σύγκρουση
- σφοδρότερος στις αντιπαραθέσεις του σε σύγκριση με άλλους βουλευτές
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- σφοδρότερα (επίρρημα)