↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύχρυσος η πολύχρυση το πολύχρυσο
      γενική του πολύχρυσου της πολύχρυσης του πολύχρυσου
    αιτιατική τον πολύχρυσο την πολύχρυση το πολύχρυσο
     κλητική πολύχρυσε πολύχρυση πολύχρυσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύχρυσοι οι πολύχρυσες τα πολύχρυσα
      γενική των πολύχρυσων των πολύχρυσων των πολύχρυσων
    αιτιατική τους πολύχρυσους τις πολύχρυσες τα πολύχρυσα
     κλητική πολύχρυσοι πολύχρυσες πολύχρυσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύχρυσος < αρχαία ελληνική πολύχρυσος[1] [2] < πολύ- + χρυσός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύχρυσος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πολύχρυσοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πολύχρυσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.