κακοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κοί
- ομόηχο: κακή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακακοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακακοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κακός