Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτάρ < λείπει η ετυμολογία

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

αὐτάρ επικός τύπος  του ἄταρ

  1. όμως, ωστόσο, επιπλέον
  2. κατ' αντίθεση προς το μέν όμως, ωστόσο
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 121 (121-123)
    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, | τοὶ μὲν δαίμονές εἰσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλὰς | ἐσθλοί, ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
    Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα, | γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου, | πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. (σε συνδυασμό με ἐπεί ή ἔπειτα) μετά
  4. (σε διαδοχική εξιστόρηση) από την άλλη πλευρά, λοιπόν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία