αὐτάρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αὐτάρ < → λείπει η ετυμολογία
Σύνδεσμος
επεξεργασίααὐτάρ επικός τύπος του ἄταρ
- όμως, ωστόσο, επιπλέον
- κατ' αντίθεση προς το μέν όμως, ωστόσο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 121 (121-123)
- αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, | τοὶ μὲν δαίμονές εἰσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλὰς | ἐσθλοί, ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
- Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα, | γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου, | πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, | τοὶ μὲν δαίμονές εἰσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλὰς | ἐσθλοί, ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 121 (121-123)
- (σε συνδυασμό με ἐπεί ή ἔπειτα) μετά
- (σε διαδοχική εξιστόρηση) από την άλλη πλευρά, λοιπόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αὐτάρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτάρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.