Δείτε επίσης: ἀγνοούμενος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγνοούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνοούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἀγνοῶ, συνηρημένου τύπου του ἀγνοέω
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγνοούμενος η αγνοούμενη το αγνοούμενο
      γενική του αγνοούμενου της αγνοούμενης του αγνοούμενου
    αιτιατική τον αγνοούμενο την αγνοούμενη το αγνοούμενο
     κλητική αγνοούμενε αγνοούμενη αγνοούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγνοούμενοι οι αγνοούμενες τα αγνοούμενα
      γενική των αγνοούμενων των αγνοούμενων των αγνοούμενων
    αιτιατική τους αγνοούμενους τις αγνοούμενες τα αγνοούμενα
     κλητική αγνοούμενοι αγνοούμενες αγνοούμενα
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αγνοούμενος, η, -ο

  • που αγνοείται η τύχη του
    Ο αγνοούμενος υπερήλικας τελικά βρέθηκε να περιπλανιέται στην Ομόνοια,

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγνοούμενος οι αγνοούμενοι
      γενική του αγνοούμενου
αγνοουμένου
των αγνοούμενων
αγνοουμένων
    αιτιατική τον αγνοούμενο τους αγνοούμενους
αγνοουμένους
     κλητική αγνοούμενε αγνοούμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής αγνοούμενος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγνοούμενος αρσενικό (θηλυκό αγνοούμενη, λόγιο: αγνοουμένη)

  • αυτός του οποίου αγνοείται η τύχη, έχει χαθεί ή δεν είναι γνωστό αν σώθηκε ή σκοτώθηκε σε κάποιο ατύχημα, πόλεμο ή φυσική καταστροφή
    Οι 2.000 Ελληνοκύπριοι αγννοούμενοι από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974.
    Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες από το θάλαμο επιχειρήσεων του υπουργείου Ναυτιλίας για το ναυάγιο στη Σάμο, πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 22 αγνοούμενοι.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία