Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγνοούμαι < παθητική φωνή του αγνοώ (αρχαία ελληνική ἀγνοοῦμαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.γnoˈu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνο‐ού‐μαι
ομόηχο: αγνοούμε

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγνοούμαι, μτχ.π.ε.: αγνοούμενος, π.αόρ.: αγνοήθηκα, μτχ.π.π.: αγνοημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία