Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγνοημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγνοημέν
ος
η
αγνοημέν
η
το
αγνοημέν
ο
γενική
του
αγνοημέν
ου
της
αγνοημέν
ης
του
αγνοημέν
ου
αιτιατική
τον
αγνοημέν
ο
την
αγνοημέν
η
το
αγνοημέν
ο
κλητική
αγνοημέν
ε
αγνοημέν
η
αγνοημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγνοημέν
οι
οι
αγνοημέν
ες
τα
αγνοημέν
α
γενική
των
αγνοημέν
ων
των
αγνοημέν
ων
των
αγνοημέν
ων
αιτιατική
τους
αγνοημέν
ους
τις
αγνοημέν
ες
τα
αγνοημέν
α
κλητική
αγνοημέν
οι
αγνοημέν
ες
αγνοημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγνοημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αγνοώ
Μετοχή
επεξεργασία
αγνοημένος
που τον έχουν
αγνοήσει
, δεν του έχουν δώσει την πρέπουσα προσοχή,
παραγνωρισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγνοημένος
αγγλικά
:
ignored
(en)
γαλλικά
:
ignoré
(fr)
γερμανικά
:
ignoriert
(de)