Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγνοοῦμαι < ἀγνοέω
Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας ἀγνοοῦμαι
Παρατατικός ἠγνοούμην
Μέλλοντας ἀγνοήσομαι και ἀγνοηθήσομαι
Αόριστος β' ἠγνοήθην
Παρακείμενος ἠγνόημαι

ἀγνοοῦμαι

  • παθητικής σημασίας: είμαι άγνωστος




Ενεστώτας
Ὁριστική ἀγνοοῦμαι
Ὑποτακτική ἀγνοῶμαι
Εὐκτική ἀγνοοίμην
Προστακτική ἀγνοοῦ
Ἀπαρέμφατο ἀγνοεῖσθαι
Μετοχή ἀγνοούμενος, ἀγνοουμένη, ἀγνοούμενον
Αόριστος
Ὁριστική ἠγνοήθην
Ὑποτακτική ἀγνοηθῶ
Εὐκτική ἀγνοηθείην
Προστακτική ἀγνοήθητι
Ἀπαρέμφατο ἀγνοηθῆναι
Μετοχή ἀγνοηθείς, ἀγνοηθεῖσα, ἀγνοηθέν
Μέλλων
Ὁριστική ἀγνοήσομαι και ἀγνοηθήσομαι
Ὑποτακτική -
Εὐκτική ἀγνοησοίμην
Προστακτική -
Ἀπαρέμφατο ἀγνοήσεσθαι
Μετοχή ἀγνοησόμενος, ἀγνοησομένη, ἀγνοησόμενον
Παρακείμενος
Ὁριστική ἠγνόημαι
Ὑποτακτική ἠγνοημένος ὦ
Εὐκτική ἠγνοημένος εἴην
Προστακτική ἠγνόησο
Ἀπαρέμφατο ἠγνοῆσθαι
Μετοχή ἠγνοημένος, ἠγνοημένη, ἠγνοημένον