αγνόηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγνόηση | οι | αγνοήσεις |
γενική | της | αγνόησης* | των | αγνοήσεων |
αιτιατική | την | αγνόηση | τις | αγνοήσεις |
κλητική | αγνόηση | αγνοήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγνοήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγνόηση < ελληνιστική κοινή ἀγνόησις (άγνοια) < αρχαία ελληνική ἀγνοέω / ἀγνοῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣno.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γνό‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγνόηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αγνοώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ἀγνόηση
- ἀγνόησις
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αγνόηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγνόηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγνόηση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγνόηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)