περιφρόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιφρόνα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του περιφρόνησε (β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος περιφρονώ)
- Περιφρόνα με, γλυκιά μου, γέλα με τον έρωτά μου, / στην καρδιά μου μίσος δεν κρατώ... (Από το τραγούδι «Περιφρόνα με, γλυκιά μου» σε στίχους Γιώργου Σαμολαδά και μουσική Απόστολου Καλδάρα)