Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιφρονητέος η περιφρονητέα το περιφρονητέο
      γενική του περιφρονητέου της περιφρονητέας του περιφρονητέου
    αιτιατική τον περιφρονητέο την περιφρονητέα το περιφρονητέο
     κλητική περιφρονητέε περιφρονητέα περιφρονητέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιφρονητέοι οι περιφρονητέες τα περιφρονητέα
      γενική των περιφρονητέων των περιφρονητέων των περιφρονητέων
    αιτιατική τους περιφρονητέους τις περιφρονητέες τα περιφρονητέα
     κλητική περιφρονητέοι περιφρονητέες περιφρονητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφρονητέος < (ελληνιστική κοινή) < περιφρονέω, -ῶ + -τέος

  Επίθετο επεξεργασία

περιφρονητέος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία