Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέσις & δέση θηλυκό

  1. η δέσμευση, ο δεσμός
  2. (ειδικά για την Αγία Τριάδα) σύνδεσμος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη δένω



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δέσῐς αἱ δέσεις
      γενική τῆς δέσεως τῶν δέσεων
      δοτική τῇ δέσει ταῖς δέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δέσῐν τὰς δέσεις
     κλητική ! δέσῐ δέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δέσει
γεν-δοτ τοῖν  δεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δέσις < δέω στη σημασία «δένω», θέμα δε- + -σις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέσις, -εως θηλυκό

  1. το δέσιμο, η δέση
  2. (θέατρο) η δέση της πλοκής του δραματικού έργου
     αντώνυμα: λύσις