δέσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δένω
- θα δέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δένω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δέση