δέση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δέση | οι | δέσεις |
γενική | της | δέσης* | των | δέσεων |
αιτιατική | τη | δέση | τις | δέσεις |
κλητική | δέση | δέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δέση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέσις < δέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δέση θηλυκό
- (σπάνιο) το δέσιμο
- (φιλολογία, κυρίως στην αρχαία τραγωδία αλλά και σε άλλα είδη) η πλοκή της υπόθεσης ενός έργου μέχρι την κορύφωση της ευτυχίας ή δυστυχίας ενός ήρωα
- (λαϊκότροπο) νεροδεσιά, υδατοφράκτης
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δέση
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δέση
- άλλη μορφή του δέσις