Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δένω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δένω
  3. θα δέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δένω