δέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δένω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δένω
- θα δέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δένω
δέσει