εδέησα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εδέησα < αρχαία ελληνική ἐδέησα, αόριστος του δέω
Ρήμα
επεξεργασίαεδέησα (αόριστος, χωρίς εξακολουθητικούς χρόνους)
- μπόρεσα να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό
- καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι
- επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας
- (στο γ' πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε
- εδέησε να βρέξει