Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλκοπωλείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χαλκοπωλεί
ο
τα
χαλκοπωλεί
α
γενική
του
χαλκοπωλεί
ου
των
χαλκοπωλεί
ων
αιτιατική
το
χαλκοπωλεί
ο
τα
χαλκοπωλεί
α
κλητική
χαλκοπωλεί
ο
χαλκοπωλεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλκοπωλείο
<
χαλκός
+
-πωλείο
<
χαλκοπώλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαλκοπωλείο
ουδέτερο
κατάστημα
που ειδικεύεται σην
πώληση
χάλκινων
προϊόντων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλκοπωλείο