Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκοφάλαρος < χαλκός + φάλαρον

  Επίθετο επεξεργασία

χαλκοφάλαρος, ος, ον

  • (για σπίτια) διακοσμημένος με αντικείμενα από χαλκό
Λάμαχος τίς ἀμφὶ χαλκοφάλαρα δώματα κτυπεῖ; (Αριστοφάνης)