Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκοχίτων < χαλκός + χιτών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκοχίτων αρσενικό

Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
Δαναῶν πύκα χαλκοχιτώνων'

Συνώνυμα επεξεργασία