Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκεών < χαλκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκεών αρσενικό (γενική: χαλκεῶνος)

  1. επικός τύπος του χαλκεῖον, το σιδηρουργείο
  2. ράβδος σφυρήλατου σίδερου