Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκόγενυς < χαλκός και γένυς


  Επίθετο

επεξεργασία

χαλκόγενυς-υς,υ

ἔμβολα χαλκογένεια, φιλόπλοα τεύχεα νηῶν
ἁνίκ᾽ ἄγκυραν ποτί χαλκόγενυν ναῒ κρημνάντων ἐπέτοσσε (άγκυρα με χάλκινα άγκιστρα)