χαλκοχάρμης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλκοχάρμης-ου αρσενικό
- που αγαπά τον πόλεμο, ο πολεμοχαρής, ίσως και που πολεμά με χάλκινα όπλα
- τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε (Πίνδαρος)
- ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες... (Πίνδαρος)