χαλκοβόας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλκοβόας ( και χαλκοβόης)
- με χάλκινη, δηλαδή ισχυρή και ίσως σκληρή φωνή, ο βροντόφωνος
- ἀνδρῶν τάχ᾽ ἐπιστροφαὶ τὸν χαλκοβόαν Ἄρη μείξουσιν (Σοφοκλής)
χαλκοβόας ( και χαλκοβόης)