χαλκεοκάρδιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλκεοκάρδιος < χάλκεος + καρδιά (ελληνιστική λέξη)
Επίθετο
επεξεργασίαχαλκεοκάρδιος
- με καρδιά από χαλκό, από μέταλλο
- ἀλλὰ καὶ ὡμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός (Θεόκριτος)
χαλκεοκάρδιος