Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χάλκεος χαλκέ
χάλκεος
τὸ χάλκεον
      γενική τοῦ χαλκέου τῆς χαλκέᾱς
χαλκέου
τοῦ χαλκέου
      δοτική τῷ χαλκέ τῇ χαλκέ
χαλκέ
τῷ χαλκέ
    αιτιατική τὸν χάλκεον τὴν χαλκέᾱν
χάλκεον
τὸ χάλκεον
     κλητική ! χάλκεε χαλκέ
χάλκεε
χάλκεον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χάλκεοι αἱ χάλκεαι
χάλκεοι
τὰ χάλκε
      γενική τῶν χαλκέων τῶν χαλκέων
χαλκέων
τῶν χαλκέων
      δοτική τοῖς χαλκέοις ταῖς χαλκέαις
χαλκέοις
τοῖς χαλκέοις
    αιτιατική τοὺς χαλκέους τὰς χαλκέᾱς
χαλκέους
τὰ χάλκε
     κλητική ! χάλκεοι χάλκεαι
χάλκεοι
χάλκε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χαλκέω τὼ χαλκέ
χαλκέω
τὼ χαλκέω
      γεν-δοτ τοῖν χαλκέοιν τοῖν χαλκέαιν
χαλκέοιν
τοῖν χαλκέοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάλκεος < χαλκός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

χάλκεος, -α, -ον και -ος, -ος, -ον

  1. η ασυναίρετη μορφή το επιθέτου χαλκοῦς, ο χάλκινος
  2. ο σκληρός σαν το χαλκό, αλύγιστος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαλκός

  Πηγές επεξεργασία