χάλκεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χάλκεος | ἡ | χαλκέᾱ & χάλκεος |
τὸ | χάλκεον |
γενική | τοῦ | χαλκέου | τῆς | χαλκέᾱς & χαλκέου |
τοῦ | χαλκέου |
δοτική | τῷ | χαλκέῳ | τῇ | χαλκέᾳ & χαλκέῳ |
τῷ | χαλκέῳ |
αιτιατική | τὸν | χάλκεον | τὴν | χαλκέᾱν & χάλκεον |
τὸ | χάλκεον |
κλητική ὦ! | χάλκεε | χαλκέᾱ & χάλκεε |
χάλκεον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | χάλκεοι | αἱ | χάλκεαι & χάλκεοι |
τὰ | χάλκεᾰ |
γενική | τῶν | χαλκέων | τῶν | χαλκέων & χαλκέων |
τῶν | χαλκέων |
δοτική | τοῖς | χαλκέοις | ταῖς | χαλκέαις & χαλκέοις |
τοῖς | χαλκέοις |
αιτιατική | τοὺς | χαλκέους | τὰς | χαλκέᾱς & χαλκέους |
τὰ | χάλκεᾰ |
κλητική ὦ! | χάλκεοι | χάλκεαι & χάλκεοι |
χάλκεᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαλκέω | τὼ | χαλκέᾱ & χαλκέω |
τὼ | χαλκέω |
γεν-δοτ | τοῖν | χαλκέοιν | τοῖν | χαλκέαιν & χαλκέοιν |
τοῖν | χαλκέοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάλκεος < χαλκός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαχάλκεος, -α, -ον και -ος, -ος, -ον
- η ασυναίρετη μορφή το επιθέτου χαλκοῦς, ο χάλκινος
- ο σκληρός σαν το χαλκό, αλύγιστος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- χαλκοῦς
- χάλκειος
- χαλκήιος
- Το θηλυκό: ιωνικός τύπος χαλκέη. Στον Όμηρο, πάντα χαλκείη από το χάλκειος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- χάλκεος ἀγών αγώνισμα με έπαθλο χάλκινη ασπίδα
Συγγενικά
επεξεργασία- χαλκοῦς (χάλκινο νόμισμα)
- χαλκεία
- χαλκεῖον, ιωνικός τύπος χαλκήιον, χαλκεών
- χαλκίς (είδος πτηνού και είδος σαύρας και είδος ψαριού)
- Χαλκίς
→ και δείτε τη λέξη χαλκός
Πηγές
επεξεργασία- χάλκεος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάλκεος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.