χαλκέλατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
χαλκέλατος,-ος, -ον ( και χαλκήλατος)
- από σφυρηλατημένο χαλκό
- χαλκήλατος πέλεκυς, θάλαμος, σάλπιγγα, εἰκών, χαλκήλατα ὅπλα