χάλκειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χάλκειος < χαλκ- + -ειος → δείτε τη λέξη χάλκεος < χαλκός
- Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χάλκειος (μεταγενέστερο).
Επίθετο
επεξεργασίαχάλκειος, -η, -ον και χαλκήϊος, -η, -ον
- επικός τύπος του χάλκεος, ο χάλκινος
- ⮡ χάλκειον γένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χάλκειος | αἱ | χάλκειοι | ||||
γενική | τῆς | χαλκείου | τῶν | χαλκείων | ||||
δοτική | τῇ | χαλκείῳ | ταῖς | χαλκείοις | ||||
αιτιατική | τὴν | χάλκειον | τὰς | χαλκείους | ||||
κλητική ὦ! | χάλκειε | χάλκειοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαλκείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χαλκείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χάλκειος, -ου θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- λουλούδι με κιτρινωπό χρώμα, το Carlina corymbosa, συγγενές της μαργαρίτας, του ηλίανθου, του χρυσάνθεμου αλλά και του γαϊδουράγκαθου
Πηγές
επεξεργασία- χάλκειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάλκειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.