χαλκεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαχαλκεία ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαλκείο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χαλκείᾱ | αἱ | χαλκεῖαι |
γενική | τῆς | χαλκείᾱς | τῶν | χαλκειῶν |
δοτική | τῇ | χαλκείᾳ | ταῖς | χαλκείαις |
αιτιατική | τὴν | χαλκείᾱν | τὰς | χαλκείᾱς |
κλητική ὦ! | χαλκείᾱ | χαλκεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαλκείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χαλκείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- χαλκεία < χαλκεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλκεία θηλυκό
- η τέχνη του χαλκουργού, του σιδηρουργού
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- χαλκεία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχαλκείᾱ (με μακρά κατάληξη)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- για το ουδέτερο → δείτε χάλκειᾰ
Πηγές
επεξεργασία- χαλκεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.